πλαντάγο

πλαντάγο
(I)
το, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πλανταγινίδες και περιλαμβάνει 265 περίπου είδη ποωδών, σπάνια ημιθαμνωδών, φυτών που απαντούν στις εύκρατες περιοχές, καθώς και στα ορεινά τών τροπικών περιοχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. plantago < λατ. plantago «είδος φυτού»].
————————
(II)
το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Μusa paradisiaca τής οικογένειας μουσίδες, το οποίο είναι είδος μπανανιάς, στενά συγγενικό με την κοινή μπανανιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. plantain < ισπ. plantano / platano < μέσ. λατ. plantanus < πλάτανος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεντάνευρο — (πλαντάγο το μεγάλο). Φυτό της οικογένειας των πλανταγινιδών (δικοτυλήδονα), κοινότατο σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς, κατά μήκος των δρόμων και των ρυακιών, γύρω από τα σπίτια κ.α. Ανθίζει από την άνοιξη έως και όλο το …   Dictionary of Greek

  • πλατύπλευρον — τὸ, Α το φυτό πλαντάγο (Ι), γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + πλευρά] …   Dictionary of Greek

  • Πλανταγινίδες — (Plantaginaceae). Οικογένεια φυτών που αριθμεί 220 είδη, τα περισσότερα ιθαγενή της Νότιας Αμερικής. Είναι φυτά ποώδη ή μικρά φρύγανα, με φύλλα που σχηματίζουν ρόδακα. Τα άνθη τους είναι πολύ μικρά, σε στάχια ή κεφάλια και ο καρπός τους σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”